|
Το γερμανικό υποβρύχιο U-133
Σήμερα, 14 Μαρτίου 2014, συμπληρώνονται 72 ακριβώς χρόνια από την βύθιση του γερμανικού υποβρυχίου U-133, το οποίο αποτελεί ίσως το σημαντικότερο ναυάγιο του Σαρωνικού Κόλπου.
Το U-133, το οποίο βυθίστηκε μετά από πρόσκρουση σε νάρκη του παλιού ελληνικού ναρκοπεδίου Τούρλου Αιγίνης – Φλεβών, αποτελεί έναν συχνά επισκεπτόμενο καταδυτικό τόπο των δυτών τεχνικής κατάδυσης. Με αφορμή την επέτειο της βύθισής του και διαπιστώνοντας ότι στον κατάλογο «Ελληνικά Ναυάγια» του Σ.Ε.Α. ΤΗΘΥΣ, δεν υπάρχει το ανάλογο λήμμα, επεξεργάστηκα μια παλιά μου εργασία, για το συγκεκριμένο ναυάγιο, η οποία εκδόθηκε σε πρωτόλεια μορφή στο περιοδικό Greek Diver (τεύχη 92, 93) το 2012, την οποία και αναρτώ στο φόρουμ του συλλόγου με σκοπό την ιστορική κατατόπιση όχι μόνο του επισκέπτη, αλλά και του ενδιαφερόμενου για την ιστορία αναγνώστη.
Στην εργασία αυτή, όπως παρουσιάζεται εδώ στην τελική της μορφή, έχουν διορθωθεί λάθη του παρελθόντος, έχουν απαλειφθεί εξωγενείς και ενδογενείς εκτιμήσεις και αξιολογήσεις, έχουν συμπληρωθεί παλαιότερες ελλείψεις, και έχουν προστεθεί καινούργια στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από την συνολική έρευνα του ναυαγίου.
Όποιος αναγνώστης θελήσει να αποθηκεύσει το παρών πόνημα, το οποίο εμπεριέχει πολλές φωτογραφίες και ντοκουμέντα επιλεγμένα με μεγάλη προσοχή από εμένα, μπορεί να το κατεβάσει σε μορφή PDF από εδώ: U-133
Ευχαριστώ
DG
Υ.Γ.
Αν και το παρατιθέμενο κείμενο αποτελεί προσωπική συνεισφορά στο φόρουμ του συλλόγου, δεν παύει όμως να υπάγεται στους νόμους προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων. Για τον λόγο αυτό θα παρακαλούσα τον τυχόν αναγνώστη να διαβάσει προσεκτικά τα εξής:
© 2014 by D. Galon
Η μη εξουσιοδοτημένη αντιγραφή απαγορεύεται από τον νόμο. Οι παραβάσεις μπορούν να οδηγήσουν σε αστική και ποινική δίωξη. Ουδέν μέρος της παρούσας εργασίας επιτρέπεται να αναπαραχθεί, να μεταφρασθεί, ή να μεταδοθεί σε οποιαδήποτε μορφή ή με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό, ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του Δ. Γκαλών.
U-133
Η δράση και η βύθιση του γερμανικού υποβρυχίου U-133 ιδωμένη μέσα από τα ιστορικά αρχεία, τα ημερολόγια πολέμου και την έρευνα πεδίου
του
Δημήτρη Γκαλών
Μέρος Α΄
Το πυροβόλο των 88 χιλιοστών στο πρόσθιο τμήμα του γερμανικού υποβρυχίου U-133
Αφιερωμένο με εκτίμηση στους επαγγελματίες δύτες Ευστάθιο Μπαραμάτη και Θεόφιλο Κλήμη
Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ένα από τα κύρια όπλα που συνέβαλε σημαντικά και αμετάκλητα στις θαλάσσιες πολεμικές επιχειρήσεις, καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη και την έκβαση του πολέμου, ήταν το υποβρύχιο όπλο. Από τα ναυτικά επιτελεία όλων των εμπόλεμων, εκείνο το οποίο έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην τεχνική εξέλιξη και την υψηλή παραγωγή του όπλου αυτού, ήδη πριν από την αρχή του πολέμου, ήταν η διοίκηση του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, της Kriegsmarine, στην οποία υπεύθυνος για τα υποβρύχια είχε τεθεί από το 1936 ο ναύαρχος Karl Dönitz. Ο Dönitz, ο οποίος κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε υπηρετήσει αρχικά στο ελαφρύ καταδρομικό S.M.S. BRESLAU και μετά στα υποβρύχια U-39 και UC-25, γνώριζε εξ ιδίας πείρας την αποτελεσματικότητα και τις δυνατότητες των υποβρυχίων, τα οποία είχαν δοκιμασθεί με μεγάλη επιτυχία και πρωτοφανή αποτελέσματα κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το 1935 μετά την απόρριψη από την γερμανική πλευρά, και με την ταυτόχρονη βρετανική ανοχή, της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία αναγνώρισε, μονόπλευρα, το δικαίωμά της για την σύσταση ενός άμεσου και ισχυρού στρατιωτικού εξοπλιστικού προγράμματος. Ανάμεσα στα όπλα, των οποίων η παραγωγή είχε τεθεί σαν κύρια προτεραιότητα, ήταν και τα υποβρύχια, την ευθύνη των οποίων ανέλαβε τον ίδιο χρόνο ο Karl Dönitz, για να τεθεί στην συνέχεια, από το 1936, στην θέση του «Γενικού Διοικητή των Υποβρυχίων» (γερμ. Befehlshaber der U-Boote). Ο Dönitz - ο οποίος υπηρέτησε σαν ανώτατος διοικητής των υποβρυχίων καθ΄ όλη την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και συνέβαλε στην ανάπτυξη και την διάδοση του γερμανικού υποβρύχιου όπλου, σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και σε όλα τα θαλάσσια μέτωπα - υπήρξε ένας φανατικός υπέρμαχος των υποβρυχίων. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η νίκη των γερμανικών όπλων θα προέκυπτε μόνο σαν απόρροια της υποβρύχιας γερμανικής υπεροχής. Το πρώτο κύριο μέτωπο για τον υποβρύχιο πόλεμο, το οποίο προέκυψε αμέσως μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939, ήταν η αποκαλούμενη «Μάχη του Ατλαντικού» στην οποία τα υποβρύχια αποτέλεσαν το κατεξοχήν επιθετικό πολεμικό μέσο του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Επιτελικός στόχος της Ανώτατης Ναυτικής Διοίκησης της Kriegsmarine, καθ΄ όλη την διάρκεια της Μάχης του Ατλαντικού, ήταν η απομόνωση και ο ναυτικός αποκλεισμός της Βρετανίας, με αποτέλεσμα την εσωτερική και εξωτερική κατάρρευση των στρατιωτικών, πολιτικών και κοινωνικών δομών και ισορροπιών, γεγονός το οποίο θα εξασθενούσε άμεσα την Βρετανική Αυτοκρατορία, οδηγώντας την στην πολυπόθητη, για τους Γερμανούς, ήττα. Ήταν μια τακτική η οποία κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο είχε δοκιμασθεί με επιτυχία κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εισαγωγή βασικών προϊόντων και πρώτων υλών από χώρες του εξωτερικού, στην οποία στηριζόταν και στηρίζεται η οικονομική ύπαρξη της Βρετανίας, αποτέλεσε και στους δυο παγκόσμιους πολέμους την αχίλλειο πτέρνα της βρετανικής νήσου. Τα γερμανικά υποβρύχια, τα οποία κατά την διάρκεια της Μάχης του Ατλαντικού βύθισαν πάνω από 4.000 πλοία, συνολικού τονάζ 14,3 εκατομμυρίων τόνων - ανάμεσα τους και 400 περίπου ελληνικά εμπορικά ατμόπλοια – υπήρξαν η αιχμή του δόρατος της γερμανικής πολεμικής μηχανής στην θάλασσα, η οποία προσπάθησε να θέση υπό συντριπτική πίεση την Βρετανική Αυτοκρατορία, αποκόβοντας τους δρόμους ανεφοδιασμού της στον Ατλαντικό. Στην Μάχη του Ατλαντικού, η οποία κράτησε καθ΄ όλη την διάρκεια του πολέμου, συμμετείχε, ανάμεσα στα εκατοντάδες γερμανικά υποβρύχια, και το αντικείμενο του πονήματος αυτού, το υποβρύχιο U-133, το οποίο πραγματοποίησε δυο πολεμικές περιπολίες στον βόρειο και τον κεντρικό Ατλαντικό.
Από τον χειμώνα του 1941, αμέσως μετά την πτώση της Γαλλίας και την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, ένα νέο πεδίο πολεμικών δραστηριοτήτων άρχισε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τις αντίπαλες δυνάμεις, η Μεσόγειος. Η αδυναμία της Ιταλίας, όχι μόνο στο να συμβάλει στον συσχετισμό δυνάμεων, έτσι ώστε η Μεσόγειος να περιέλθει υπό τον έλεγχο του Άξονα, αλλά και η γενικότερη αδυναμία της να κρατήσει υπό έλεγχο τα μέχρι τότε κεκτημένα, οδήγησε το γερμανικό ανώτατο επιτελείο σε δυο σημαντικές στρατηγικές και τακτικές κινήσεις, στην Βορειοαφρικανική και στην Βαλκανική Εκστρατεία. Μετά την αποπεράτωση της Βαλκανικής Εκστρατείας, η οποία τελείωσε με την κατάληψη της Κρήτης, τον Μάιο του 1941, και την επιτυχή αντεπίθεση στην βόρεια Αφρική του στρατηγού Erwin Rommel με το Afrikakorps, τρεις ήταν οι κύριες προτεραιότητες του γερμανικού στρατού: Η επίθεση ενάντια στην Σοβιετική Ένωση, η επιτυχής εξέλιξη της Βορειοαφρικανικής Εκστρατείας και η συνέχιση της Μάχης του Ατλαντικού. Οι δύο πρώτες είχαν σκοπό τον έλεγχο των πηγών ενέργειας, τα πετρέλαια του Μπακού και της Αραβικής Χερσονήσου, ενώ η τρίτη την εξουθένωση της Μεγάλης Βρετανίας.
Η σημαντικότητα του πολέμου στην Κυρηναϊκή και η γενικότερη σημασία της γερμανικής Βορειοαφρικανικής Εκστρατείας, οδήγησε την Ανώτατη Ναυτική Διοίκηση του Γ΄ Ράιχ να στείλει τον Σεπτέμβρη του 1941 έξι υποβρύχια στην Μεσόγειο, με σκοπό τον θαλάσσιο αποκλεισμό του βρετανικού Tobruk, το οποίο αντιστεκόταν σθεναρά στον στρατό του Erwin Rommel. Τα υποβρύχια αυτά αποτέλεσαν τον πρώτο γερμανικό στολίσκο υποβρυχίων στην Μεσόγειο, τον 23ο, και είχαν σαν βάση τους τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Μέχρι το τέλος του ίδιου χρόνου στάλθηκαν κι΄ άλλα υποβρύχια στην Μεσόγειο, αν και αυτά θα έπρεπε να αποτραβηχτούν από την πολύ σημαντική για τον Άξονα, Μάχη του Ατλαντικού. Έτσι στις αρχές Ιανουαρίου του 1942 – αμέσως μετά την σύσταση και του 29ου Στολίσκου Υποβρυχίων, με βάση του την La Spezia της Ιταλίας και την Pola της Κροατίας, στα τέλη Οκτωβρίου του 1941 – 25 γερμανικά υποβρύχια επιχειρούσαν στην Μεσόγειο, εκ΄ των οποίων τα οχτώ ξεκινούσαν τις πολεμικές περιπολίες τους από τον ναύσταθμο της Σαλαμίνας. Ανάμεσα στα υποβρύχια αυτά εντάσσεται και το υποβρύχιο U-133, το οποίο βρίσκεται μέχρι σήμερα βυθισμένο στα βορειοανατολικά της Αίγινας.
Από τα 65 γερμανικά υποβρύχια που έδρασαν στην Μεσόγειο, κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κανένα δεν κατάφερε να μην βυθιστεί. Τα 24 από τα υποβρύχια αυτά βυθίστηκαν αύτανδρα από εχθρικά πυρρά, ενίοτε και φιλικά, οδηγώντας τις στατιστικές θανάτου του υποβρύχιου όπλου στα ύψη. Οι συνολικές απώλειες των πληρωμάτων των γερμανικών υποβρυχίων, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανήλθαν χονδρικά στις 30.000 άτομα, από τα συνολικά 40.000 καταταγμένα. Αυτό αποτελεί το 75% του ανθρώπινου δυναμικού του συγκεκριμένου όπλου. Από τα συνολικά 863 γερμανικά υποβρύχια που πολέμησαν σε όλα τα θαλάσσια μέτωπα, τα 784 βυθίστηκαν. Το τέλος του πολέμου βρήκε έξι από τα υποβρύχια αυτά βυθισμένα στην ευρύτερη ελληνική επικράτεια. Εκτός του U-133 τα υπόλοιπα πέντε υποβρύχια που βυθίστηκαν ήταν το U-557 († 16.12.1941, από φίλια πυρά δυτικά της Κρήτης), το U-453 († 21.5.1944, στο Ιόνιο), το U-407 († 19.9.1944, στα νότια της Μήλου), το U-565 († 29.9.1944, στην Σαλαμίνα), και το U-596 († 30.9.1944, στον Σκαραμαγκά).
Από τα υποβρύχια αυτά το μόνο το οποίο έχει επακριβώς εντοπισθεί και το οποίο είναι επισκέψιμο, είναι το U-133 το οποίο βρίσκεται βυθισμένο σε μέγιστο βάθος 74 μέτρων, βορειοανατολικά του Τούρλου Αιγίνης. Το γεγονός αυτό αναγάγει το συγκεκριμένο ναυάγιο στο μοναδικό μέχρι στιγμής προσβάσιμο γερμανικό υποβρύχιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια.
Το U-133, του οποίου η ιστορική σημασία είναι ιδιαίτερα σημαντική, ανακαλύφθηκε τυχαία το 1986 από τους επαγγελματίες δύτες Ευστάθιο Μπαραμάτη και Θεόφιλο Κλήμη. Ταυτοποιήθηκε σαν το γερμανικό υποβρύχιο U-133, την δεκαετία του ΄90, από τον επαγγελματία δύτη Κώστα Θωκταρίδη, ενώ παράλληλα αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας και για τον δύτη-ερευνητή Αριστοτέλη Ζερβούδη.
Ιστορικός περίγυρος
01. Χάρτης κατανομής δυνάμεων το καλοκαίρι του 1940, πριν την κήρυξη του Ελληνοïταλικού Πολέμου.
02. Οι βρετανοïταλικές μάχες στην Κυρηναϊκή από την 13.9.1940 έως και την 7.2.1941
03. Το γερμανικό υποβρύχιο U-83 (Kptlt. Hans-Werner Kraus) στον Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, την βάση του 23ου Στολίσκου Υποβρυχίων της Kriegsmarine.
04. Γερμανικό υποβρύχιο, τύπου VIIC, στην δεξαμενή των ναυπηγείων Βασιλειάδη, στον Πειραιά, κατά την διάρκεια επισκευών τον Νοέμβρη του 1941.
05. Ο ανώτατος διοικητής του υποβρύχιου όπλου, ναύαρχος Karl Dönitz, στην βάση υποβρυχίων του 7ου υποβρυχιακού Στολίσκου στην St. Nazaire της Γαλλίας. Στην βάση αυτή κατέπλευσε στις 26.11.1941, μετά την πρώτη του πολεμική περιπολία, το U-133.
06. Άνδρες του πληρώματος γερμανικού υποβρυχίου τύπου VIIC, κατά την διάρκεια της Μάχης του Ατλαντικού. Διακρίνονται οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, λόγω της στενότητας του χώρου και της μεγάλης χρονικής διάρκειας των πολεμικών περιπολιών.
07. Δελτίο προπαγάνδας, του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού, για την επίλυση ηθικών προβλημάτων τα οποία προέκυπταν ενίοτε, κατά την διάρκεια των πολεμικών περιπολιών των υποβρυχίων της Kriegsmarine. Το δελτίο αναφέρει τα εξής: «Ένα φορτηγό πλοίο 8.000 ΚΟΧ μπορεί να μεταφέρει 11.550 τόνους καυσίμων. Τα καύσιμα αυτά φθάνουν για να εξοπλίσουν 11.550 μοντέρνα αεροσκάφη εφορμήσεως για τέσσερις αποστολές».
Αν και η αναμφισβήτητη κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας, στην Μεσόγειο Θάλασσα, εδραιώθηκε ήδη από τον 18ο αιώνα, η κύρια και σημαντικότερη αιτία για την περαιτέρω ισχυροποίησή της αποτέλεσε η αποπεράτωση της κατασκευής της διώρυγας του Σουέζ το 1869. Αμέσως μετά το επίσημο άνοιγμα της διώρυγας στην ναυσιπλοΐα, στις 17 Νοεμβρίου 1869, ολοκληρώθηκε η δραστική συντόμευση των θαλάσσιων ταξιδιών ανάμεσα στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας και τις αποικίες της στην Ινδία, στην Άπω Ανατολή, και στις πετρελαιοπηγές της Αραβίας και του Περσικού Κόλπου. Για να κρατήσει τους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου ανοιχτούς, η Βρετανική Αυτοκρατορία στηρίχθηκε αφενός στον ισχυρό της στόλο, και αφετέρου στις στρατιωτικές ναυτικές της βάσεις, οι κύριες των οποίων ήταν το Γιβραλτάρ, η Μάλτα, η Κύπρος, η Αλεξάνδρεια, και το Πορτ Σάιντ. Αν και κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η βρετανική κυριαρχία αμφισβητήθηκε έντονα και δραματικά από την δράση των γερμανικών υποβρυχίων, το τέλος του βρήκε την Βρετανική Αυτοκρατορία να παραμένει κυρίαρχη στον χώρο της Μεσογείου.
Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου οι πολιτικές συνθήκες στην περιοχή της Μεσογείου, και ο από αυτές απορρέων αμφίδρομος συσχετισμός δυνάμεων, παρέμειναν σχετικά σταθερές μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄30. Η δράση του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στην Γερμανία, του NDAP (Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei), στις αρχές της νέας δεκαετίας, οι γερμανικές διαδηλώσεις ενάντια στην Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1932, η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία τον Ιανουάριο του 1933, τα υπερσύγχρονα γερμανικά εξοπλιστικά προγράμματα, η ιταλική επίθεση ενάντια στην Αιθιοπία το 1935, οι ανακοινώσεις του Benito Mussolini για μια «Νέα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», και τέλος η σύσταση του αποκαλούμενου «Άξονα» Βερολίνου – Ρώμης το 1936, οδήγησε σε τριγμό τις ευαίσθητες ισορροπίες δυνάμεων της περιοχής, καθώς η Ιταλία άρχισε να διεκδικεί δυναμικά την Μεσόγειο αποκαλώντας την πλέον ευθέως «marenostrum». Ο μοχλός των διεκδικήσεων του Mussolini στηρίζονταν κυρίως στην ιταλική πολεμική μηχανή, της οποίας οι πιο υπολογίσιμες δυνάμεις ήταν αφενός η ισχυρή πολεμική της αεροπορία, η RegiaAeronautica, και αφετέρου το πολεμικό της ναυτικό, η RegiaMarina. Το τελευταίο, παρ΄ όλη την ανάπτυξή του και την δυνατότητά του να κινητοποιήσει πέρα από τις μονάδες επιφανείας και 120 υποβρύχια, δεν ήταν σε θέση, την περίοδο αυτή, να απειλήσει σοβαρά την βρετανική ισχύ στην Μεσόγειο. Δυο επιπλέον παράγοντες, που ενίσχυαν περαιτέρω τις ιταλικές διεκδικήσεις, ήταν η αποικιακή πολιτική της ιταλικής κυβέρνησης, και η ταυτόχρονη παρουσία ισχυρών δυνάμεων στρατού στις στρατηγικές βάσεις των ιταλικών αποικιών της βόρειας Αφρικής, των Δωδεκανήσων, και της Αβησσυνίας.
Η βρετανική κυβέρνηση – παρακολουθώντας τις διεθνείς εξελίξεις και βλέποντας στον ορίζοντα βαριά τα σύννεφα του πολέμου – ψήφισε στις 30 Ιανουαρίου 1939 ένα πολεμικό σχέδιο του Βρετανικού Ναυαρχείου, το οποίο είχε σαν προτεραιότητα δυο κύριους στόχους, την διασφάλιση των θαλάσσιων δρόμων στον βόρειο Ατλαντικό, και την διατήρηση της βρετανικής ισχύος στην Μεσόγειο. Ο πρώτος στόχος, ο οποίος αμέσως μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έμελλε να οδηγήσει σε αυτό που ονομάστηκε «Μάχη του Ατλαντικού», είχε σαν κύριο σκοπό την ίδια την ύπαρξη της βρετανικής νήσου, ο δεύτερος στόχος είχε σαν σκοπό την διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας στην Μεσόγειο, και σαν συνέπεια την από αυτήν απορρέουσα κυριαρχία στις περιοχές των πηγών ενέργειας, των πετρελαίων της Αραβικής Χερσονήσου.
Η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, δεν μετέβαλε ουσιαστικά την βρετανική ισχύ στην Μεσόγειο, αν και ταυτόχρονα η Μάχη του Ατλαντικού εξαντλούσε με γρήγορους ρυθμούς τις δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας, της οποίας οι νηοπομπές δέχονταν συνεχείς επιθέσεις από τα γερμανικά υποβρύχια. Αν και ο βρετανικός εμπορικός στόλος είχε αρχίσει ήδη από την άνοιξη του 1940 να ταξιδεύει παραπλέοντας το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτόν την Μεσόγειο, το βρετανικό βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό, το Royal Navy, εξακολούθησε να παραμένει ο κυρίαρχος της Μεσογείου, στηριζόμενος στο τρίπτυχο των πολεμικών του βάσεων, το Γιβραλτάρ, την Μάλτα, και την Αλεξάνδρεια. Όταν στις 10 Ιουνίου του 1940 η Ιταλία μπήκε στον πόλεμο, δίπλα στο πλευρό των Γερμανών, φάνηκε αμέσως ότι οι καταστάσεις δεν επρόκειτο να αλλάξουν. Η παντελής αδυναμία του ιταλικού στρατού να δημιουργήσει και να στηρίξει ένα οργανωμένο πλάνο επιχειρήσεων, έδειξε τις έντονες εσωτερικές αντιθέσεις ανάμεσα στα μεγαλεπήβολα σχέδια του Benito Mussolini και τις περιορισμένες δυνατότητες του στρατού του.
Η ήττα της Γαλλίας, τον Ιούνιο του 1940, και η με αυτή συνδεόμενη καταστροφή του γαλλικού στόλου, ο οποίος αποτελούσε το σημαντικότερο στήριγμα του βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού στην Μεσόγειο, οδήγησε στην ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή. Μετά το γεγονός αυτό, το Βρετανικό Ναυαρχείο αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την ανατολική Μεσόγειο και να τις μεταφέρει στο Γιβραλτάρ, καθώς φαινόταν αδύνατη πλέον η διατήρηση του ελέγχου της ευρύτερης περιοχής. Την κρίσιμη αυτή στιγμή επενέβη δυναμικά ο Winston Churchill εμποδίζοντας την πραγματοποίηση της επιχείρησης. Ο λόγος που τον οδήγησε στην κίνηση αυτή ήταν αφενός ο φόβος του για μια πιθανή απώλεια της Μάλτας, του βρετανικού «αεροπλανοφόρου» στην Μεσόγειο, και αφετέρου της Αιγύπτου, του πυλώνα των πετρελαίων της Αραβίας.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1940 ο ιταλικός στρατός της Λιβύης, η οποία αποτελούσε μετά το τέλος του ιταλοτουρκικού πολέμου 1911-12 ιταλική αποικία, ξεκίνησε κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Rodolfo Graziani γενική επίθεση ενάντια στην βρετανοκρατούμενη Αίγυπτο. Η επίθεση σταμάτησε σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη της αιγυπτιακής κωμόπολης Sidi Barrani, καθώς ο στρατηγός Graziani αποφάσισε να παραμείνει εκεί για να προετοιμάσει μια νέα επίθεση, η οποία θεωρούσε ότι θα τον έφερνε σε σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι το κανάλι του Σουέζ. Λίγο καιρό αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Mussolini έστειλε τις στην Αλβανία συγκεντρωμένες στρατιωτικές δυνάμεις του ενάντια στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα ήταν να καταφέρει ο ελληνικός στρατός όχι μόνο να σταματήσει αμέσως την ιταλική προέλαση, αλλά και να αντεπιτεθεί καταλαμβάνοντας περιοχές των ιταλικών δυνάμεων στην νότια Αλβανία. Αμέσως μετά από τις δυο αυτές ιταλικές επιθέσεις ο Winston Churchill διέταξε την μεταφορά βρετανικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, γεγονός το οποίο οδήγησε στην συνέχεια, στην άμεση επίθεση του γερμανικού στρατού στα Βαλκάνια τον Απρίλη του 1941.
Δεν ήταν μόνο αυτές οι αποτυχίες που σημάδεψαν την αναξιοπιστία και την αναποτελεσματικότητα του ιταλικού στρατού, αλλά πολύ περισσότερες. Όταν ο ιταλικός πολεμικός στόλος ενεπλάκη σε ναυμαχία με το βρετανικό βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό έξω από τον Τάραντα, στις 11 και 12 Δεκεμβρίου 1940 αρχικά, και στον κάβο Ματαπά στις 28 Μαρτίου 1941 στην συνέχεια, οι ιταλικές απώλειες ήταν τέτοιες που οδήγησαν την RegiaMarinaItaliana σε δραματική καταστολή, υλική και ηθική, από την οποία δεν κατάφερε να εξέλθει μέχρι την συνθηκολόγησή της στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1940, οι βρετανικές δυνάμεις της Αιγύπτου, στις οποίες προστέθηκαν η 7η Μεραρχία Τεθωρακισμένων και η 4η Ινδική Μεραρχία, άρχισαν αντεπίθεση, κάτω από τις διαταγές του στρατηγού Archibald Wavell, ενάντια στον ιταλικό στρατό που είχε προελάσει από την Κυρηναϊκή στα δυτικά της Αιγύπτου, όπως ήδη αναφέρθηκε, τον Σεπτέμβρη του 1940. Αμέσως μετά την βρετανική επίθεση όλες οι φανερές και κρυφές αδυναμίες του ιταλικού στρατού έγιναν ορατές, καθώς τα γεγονότα όχι μόνο τον ξεπέρασαν αλλά και τον οδήγησαν σε άμεση υποχώρηση. Στις 16 Δεκεμβρίου έπεσε το Sidi Barrani και η πόλη Bardia κατελήφθη μετά από λίγες ημέρες. Στις 21 Ιανουαρίου 1941 ξεκίνησε η βρετανική επίθεση ενάντια στο «φρούριο» Tobruk, το οποίο έπεσε μέσα σε 24 ώρες. Στις 30 Ιανουαρίου έπεσε η Derna. Στις 7 Φεβρουαρίου το βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής δήλωνε θριαμβευτικά, «η Βεγγάζη είναι στα χέρια μας». Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα 70.000 Ιταλοί στρατιώτες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο κίνδυνος μιας ολοκληρωτικής ήττας του Άξονα στην βόρεια Αφρική δεν ήταν πλέον μόνο ορατός, αλλά βρισκόταν στην κυριολεξία ante portas.
Την στιγμή αυτή, βλέποντας ο Benito Mussolini το πολεμικό και πολιτικό αδιέξοδο των ιταλικών στρατιωτικών επιχειρήσεων, δέχθηκε την βοήθεια που του είχε προτείνει ο Adolf Hitler, τον Ιανουάριο του 1941, την γερμανική επέμβαση στην βόρεια Αφρική. Σαν απόρροια της αποδοχής αυτής έφτασε στις 11 Φεβρουαρίου του 1941, στην Τρίπολη της Λιβύης, η γερμανική 5η Ελαφρά Μεραρχία. Στις 6 Φεβρουαρίου δόθηκε η γενική διοίκηση του γερμανικού Εκστρατευτικού Σώματος Αφρικής, του «Afrikakorps», στον στρατηγό Erwin Rommel. Στις 31 Μαρτίου, μετά την έλευση και άλλων μονάδων του Afrikakorps, ξεκίνησε η γερμανική επίθεση, κάτω από τις διαταγές του Rommel, στην Κυρηναϊκή. Με το πρώτο επιθετικό κύμα έπεσε η Marsa el Brega, η είσοδος της Κυρηναϊκής. Στις 2 Απριλίου πάρθηκε η πόλη Agedabia, η πτώση της οποίας έδωσε την δυνατότητα για μια γρήγορη προέλαση του Afrikakorps μέχρι το φρούριο Tobruk, το οποίο πολιορκήθηκε στις 11 Απριλίου. Παρ΄ όλες τις προσπάθειες του γερμανικού στρατού να το εκπορθήσει, το Tobruk άντεξε με αποτέλεσμα να οδηγήσει τον Rommel στην συνέχιση της επίθεσης, αφήνοντας προσωρινά τον βρετανικό αυτόν θύλακα στα οπίσθια του στρατού του. Η μια πόλη μετά την άλλη, κατά μήκος της βορειοαφρικανικής ακτογραμμής, έπεφτε στα χέρια του γερμανικού στρατού. Η Bardia έπεσε και μετά από μια σκληρή μάχη έπεσε και το Sollum. Η βρετανική αντεπίθεση, με το κωδικό όνομα «Battleaxe», η οποία είχε σκοπό να ανακόψει την γερμανική προέλαση, όχι μόνο απότυχε στον στόχο της, αλλά δέχτηκε ταυτόχρονα και ένα ισχυρό πλήγμα. Μετά από 72 ώρες λυσσαλέας μάχης, το αποτέλεσμα της οποίας θα έδινε στον νικητή τον έλεγχο της Κυρηναϊκής, οι Βρετανοί νικήθηκαν χάνοντας πάνω από 100 τεθωρακισμένα άρματα μάχης.
Στις 17 Ιουνίου του 1941 η γερμανική επίθεση σταμάτησε, βρίσκοντας το Afrikakorps να ελέγχει όλη την περιοχή, από την Τρίπολη μέχρι και την συνοριακή αιγυπτιακή πόλη Sollum, ανατολικά του Tobruk. Ο στρατηγός Erwin Rommel, περισσότερο γνωστός σαν η «αλεπού της ερήμου», χρησιμοποιώντας την τακτική των αναπάντεχων συνεχών επιθέσεων μέσα από την έρημο, κατάφερε με τις γρήγορες νίκες του να αναπληρώσει το χαμένο ηθικό των δυνάμεων του Άξονα, να ανακαταλάβει τις χαμένες ιταλικές θέσεις, και να διώξει τα στρατεύματα των Συμμάχων 800 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά. Ο κύριος λόγος που τον ανάγκασε να σταματήσει στο Sollum την επίθεσή του, ήταν η άσχημη τροφοδοσία του στρατού του και η δυσκολία παροχής ενισχύσεων, οι οποίες έρχονταν με νηοπομπές, κυρίως ιταλικές, από την Ευρώπη. Το γεγονός αυτό, το οποίο αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα της στρατιάς του Rommel, εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο οι Σύμμαχοι, ρίχνοντας όλη τους την ενέργεια στην βύθιση όσο περισσότερων πλοίων μπορούσαν από τις νηοπομπές του Άξονα. Τα βρετανικά υποβρύχια, με βάση τους την Αλεξάνδρεια και την Μάλτα, κατάφεραν συντριπτική ήττα στις ιταλικές νηοπομπές, δημιουργώντας τεράστιο πρόβλημα στην τροφοδοσία του Afrikakorps. Όταν τον Αύγουστο του 1941 οι απώλειες των νηοπομπών έφθασαν το 70% του δυναμικού τους – γεγονός το οποίο σήμαινε ότι 7 από τα 10 πλοία μεταφοράς πολεμικού υλικού, καυσίμων, φαρμάκων, τροφίμων, και ανθρώπινου δυναμικού, βυθίζονταν – το πρόβλημα οξύνθηκε σε τέτοιο βαθμό που άρχισε πλέον να κινδυνεύει ολόκληρη η γερμανική Βορειοαφρικανική Εκστρατεία.
Δίπλα στο πρόβλημα αυτό ήρθε να προστεθεί και ο παράγοντας Tobruk. Το πολιορκημένο αυτό βρετανικό φρούριο, το οποίο εξακολουθούσε να αντιστέκεται δυναμικά, αποτελούσε έναν συνεχή κίνδυνο για το Afrikakorps. Ο θαλάσσιος ανεφοδιασμός του με πολεμοφόδια, φάρμακα, τρόφιμα, και ανθρώπινο δυναμικό – με βρετανικές νηοπομπές, ερχόμενες από την Αλεξάνδρεια και το Πορτ Σάιντ – κρατούσε το φρόνημα αντίστασης των πολιορκημένων υψηλό και τον κίνδυνο να δεχθεί το Afrikakorps επίθεση εκ΄ των όπισθεν υπαρκτό. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάρρευση του μετώπου του Sollum, και σαν συνέπεια στην απώλεια ολόκληρης της Κυρηναϊκής. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον στρατηγό Rommel να ζητήσει την άμεση συνδρομή και βοήθεια του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού σε μορφή υποβρυχίων. Σκοπός του ήταν να συνεχιστεί η πολιορκία του Tobruk και από την θάλασσα, έτσι ώστε να καταρρεύσει η αλυσίδα τροφοδοσίας του και μαζί με αυτήν και η άμυνά του. Το πάρσιμο τέτοιας απόφασης ήταν δύσκολο για τον γενικό διοικητή του υποβρύχιου όπλου, ναύαρχο Karl Dönitz, λόγω της μαινόμενης Μάχης του Ατλαντικού όπου η συνεχής παρουσία των γερμανικών υποβρυχίων ήταν απόλυτα αναγκαία. Μετά από προσωπική επέμβαση του Adolf Hitler όμως, ο Dönitz διέταξε την αποστολή υποβρυχίων από τον Ατλαντικό στην Μεσόγειο.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1941 έξι υποβρύχια πέρασαν το Γιβραλτάρ κατευθυνόμενα στην Σαλαμίνα. Τον μήνα αυτό είχε δημιουργηθεί, με βάση του τον ναύσταθμο της νήσου, ο πρώτος γερμανικός στολίσκος υποβρυχίων στην Μεσόγειο, ο 23ος Στολίσκος Υποβρυχίων, με διοικητή του τον ιδιαίτερα έμπειρο στον υποβρύχιο πόλεμο υποπλοίαρχο Fritz Frauenheim. Τα υποβρύχια αυτά, καθώς και όλα τα γερμανικά υποβρύχια που έδρασαν στην Μεσόγειο μέχρι το τέλος του πολέμου, ήταν τύπου VIIC και διαλέχτηκαν λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την ακτίνα δράσης, την ευχρηστία, τις ώρες της υποβρύχιας παραμονής, την χρονική διάρκεια των αποστολών, και την απαιτούμενη ταχύτητα των αναγκαίων επιχειρήσεων που έπρεπε να διεξαχθούν στην Μεσόγειο. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου συστάθηκε ένας δεύτερος υποβρυχιακός στολίσκος, ο 29ος, με βάσεις του την La Spezia της Ιταλίας και την Pola της Κροατίας. Η μετάθεση επιπλέον υποβρυχίων από τον Ατλαντικό στην Μεσόγειο, οδήγησε αμέσως σε μια δυναμική παρουσία του γερμανικού υποβρύχιου όπλου στην Μεσόγειο.
Τα υποβρύχια που επιχειρούσαν στην κεντρική και δυτική Μεσόγειο είχαν σαν βάση τους την La Spezia της Ιταλίας και την Pola, ενώ εκείνα που επιχειρούσαν στην ανατολική Μεσόγειο είχαν σαν βάση τους την Σαλαμίνα. Τα τελευταία είχαν σαν πάγιο στόχο αφενός τον θαλάσσιο αποκλεισμό του Tobruk, αφετέρου τις συνεχείς επιθέσεις ενάντια στις συμμαχικές νηοπομπές που κινούνταν από την Αλεξάνδρεια και το Πορτ Σάιντ προς το Tobruk και την Μάλτα. Οι επιθέσεις γίνονταν από ομάδες υποβρυχίων, τις αποκαλούμενες «αγέλες», «Rudel» στα γερμανικά, οι οποίες έφεραν συνθηματικά ονόματα, πρωτίστως από την γερμανική μυθολογία και ιστορία, και επιχειρούσαν με κοινό σχέδιο και σύνθετες τακτικές. Λόγω του ψευδώνυμου «γκρίζοι λύκοι του βυθού», που είχε δοθεί στους κυβερνήτες και στα πληρώματα των γερμανικών υποβρυχίων, ήδη από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι επιτιθέμενες υποβρυχιακές ομάδες ονομάζονταν και «ομάδες λύκων», «Wolfrudel» ή «Wolfpack» στα γερμανικά. Η επιθετική αυτή στρατηγική είχε δοκιμασθεί με επιτυχία στην Μάχη του Ατλαντικού, φέρνοντας μεγάλες απώλειες στις συμμαχικές νηοπομπές.
Στις αρχές του έτους 1942 η δράση των γερμανικών υποβρυχίων στην Μεσόγειο, σε συνδυασμό με τις επιχειρήσεις του γερμανικού 10ου Σώματος Αεροπορίας, υπό τον γενικό διοικητή Albert Kesselring, έφερε δραστικά αποτελέσματα. Πέρα από τις πολλές βυθίσεις συμμαχικών πλοίων, ανάμεσα τους και το βρετανικό αεροπλανοφόρο HMS ARK ROYAL, οδήγησε και στην αποκατάσταση της τροφοδοσίας του Afrikakorps. Η υλική υποστήριξη ήταν τέτοια που την 21η Ιανουαρίου 1942 ξεκίνησε μια νέα γερμανική επίθεση προς τα ανατολικά. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβε το Afrikakorps τις πόλεις Derna και Βεγγάζη, φτάνοντας μέχρι την γραμμή Gazala. Ο σημαντικός ρόλος των γερμανικών υποβρυχίων στην βορειοαφρικανική εκστρατεία φάνηκε ήδη από τα τέλη του 1941. Στην καταχώρηση της 30ης Δεκεμβρίου αυτού του χρόνου, στο Πολεμικό Ημερολόγιο του γενικού διοικητή του υποβρύχιου όπλου, του ναυάρχου Karl Dönitz, αναφέρεται ότι «Η επέμβαση των υποβρυχίων στην ανατολική Μεσόγειο λειτούργησε μέχρι στιγμής ανακουφιστικά για το βορειοαφρικανικό μέτωπο. Για τον λόγο αυτό η απόφαση για την μεταφορά υποβρυχίων στην ανατολική Μεσόγειο ήταν σωστή. [...] Πραγματοποιήθηκαν πολλές επιτυχίες. Οι απώλειες μέχρι στιγμής είναι ελάχιστες».
Ανάμεσα στα υποβρύχια που έδρασαν στην ανατολική Μεσόγειο, στο διάστημα που αναφερόμαστε, κατατάσσεται και το γερμανικό υποβρύχιο U-133.
Τελευταία επεξεργασία από το χρήστη Dimitris Galon : 15-05-17 στις 17:08.
|