Εμφάνιση ενός μόνο μηνύματος
  #3  
Παλιά 14-03-14, 11:23
Το avatar του χρήστη Dimitris Galon
Dimitris Galon Dimitris Galon is offline
Μέλος του Συλλόγου ΤΗΘΥΣ
 
Εγγραφή: 05-06-2007
Μηνύματα: 745
Μέρος Γ΄- Το γερμανικό υποβρύχιο U-133

Μέρος Γ΄

Το ελληνικό ναρκοπέδιο Τούρλου-Φλεβών και το χρονικό της βύθιση του U-133



01. Η καταχώρηση πόντισης του ναρκοπεδίου Τούρλου Αιγίνης – Φλεβών στο Ημερολόγιο Πολέμου του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, τόμος Α΄, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού.

02. Ο βράχος, ο επονομαζόμενος «Κερί», στο ακρωτήριο Τούρλος Αιγίνης, ο οποίος βρίσκεται ακριβώς κάτω από το παλιό παρατηρητήριο της 1ης Ίλης της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603. Από το σημείο αυτό παρακολούθησαν οι ναύτες της Σκοπιάς Ι, το απόγευμα της 14ης Μαρτίου 1942, την βύθιση του υποβρυχίου U-133.

03. Ο εσωτερικός χώρος ενός από τα κτίρια της ναυτικής βάσης του Τούρλου, όπως είναι σήμερα. Στον τοίχο διακρίνεται ο πολεμικός αετός του ναυτικού του Γ΄ Ράιχ και η επιγραφή της οποίας η μετάφραση είναι: «Όποιος πολεμά έχει δίκιο! Όποιος δεν πολεμά έχει χάσει κάθε δίκιο!».

04. Η σελίδα της 14ης Μαρτίου 1942 από το πολεμικό ημερολόγιο της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603 του Τούρλου Αιγίνης, όπου περιγράφεται με λεπτομέρειες το ακριβές χρονικό της βύθισης του U-133.

05. Η ενδεικτική πορεία που ακολούθησε το U-133 από την Σαλαμίνα, μέχρι και το σημείο βύθισης του στα βορειοανατολικά της Αίγινας.


Όπως επακριβώς αναφέρεται στον Α΄ τόμο του Ημερολογίου Πολέμου του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, αμέσως μετά τον τορπιλισμό του εύδρομου ΕΛΛΗ στην Τήνο, την 15.8.1940, και την επικείμενη απειλή της ιταλικής επίθεσης, που το γεγονός αυτό δήλωνε, το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού κοινοποίησε στις 23 Αυγούστου 1940, με την απόρρητη διαταγή Κ/27/4332, σχέδιο πόντισης ναρκοπεδίων στις θαλάσσιες περιοχές Τούρλου-Φλεβών, Μεθάνων-Μονής, και βόρειο και νότιο Ευβοϊκό. Κύριος σκοπός των ναρκοπεδίων αυτών ήταν η προστασία της θαλάσσιας περιοχής που βρισκόταν στα δυτικά του Σαρωνικού κόλπου - στην οποία βρίσκονταν σημεία μεγάλης στρατηγικής σημασίας όπως το λιμάνι του Πειραιά, ο ναύσταθμος της Σαλαμίνας, η είσοδος της διώρυγας της Κορίνθου κ.λπ. - καθώς και η προστασία των θαλασσίων διαύλων ανάμεσα στην Εύβοια και τις ακτές της Στερεάς Ελλάδας. Αφήνοντας ανοιχτές και με παράκτιο πυροβολικό προφυλαγμένες τις διόδους ανάμεσα στις Φλέβες και την Αττική, καθώς και την μικρή δίοδο ανάμεσα στην χερσόνησο των Μεθάνων και την νήσο Μονή, παρεχόταν η δυνατότητα μετατροπής της θαλάσσιας περιοχής, στα δυτικά του Σαρωνικού, σε μια κλειστή θάλασσα στην οποία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να εισχωρήσουν τα ιταλικά υποβρύχια και πλοία τα οποία χρησιμοποιούσαν σαν επιχειρησιακή βάση τους τα τότε ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα.

Την νύχτα της 29ης προς την 30η Οκτωβρίου 1940, αμέσως μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ξεκίνησε η επιχείρηση πόντισης των ναρκοπεδίων Τούρλου-Φλεβών και Μεθάνων-Μονής, υπό την εποπτεία του ανώτερου διοικητή των αντιτορπιλικών πλοίαρχο Γρηγόριο Μεζεβίρη. Για την πόντιση του ναρκοπεδίου Μεθάνων-Μονής, εκτάσεως 5.700 μέτρων, χρησιμοποιήθηκαν σαν ναρκοβόλα τα βοηθητικά πλοία ΑΛΙΑΚΜΩΝ και ΣΤΡΥΜΩΝ, επικουρούμενα από το αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΟΛΓΑ. Στο ναρκοπέδιο αυτό τοποθετήθηκαν 115 νάρκες τύπου Vickers. Για την πόντιση του ναρκοπεδίου Τούρλου-Φλεβών, εκτάσεως 15.800 μέτρων, χρησιμοποιήθηκαν σαν ναρκοβόλα το βοηθητικό πλοίο φάρων ΩΡΙΩΝ και τα αντιτορπιλικά ΠΑΝΘΗΡ, ΑΕΤΟΣ, ΙΕΡΑΞ και ΥΔΡΑ, επικουρούμενα από τα αντιτορπιλικά ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΛΕΩΝ και ΣΠΕΤΣΕΣ. Το προγραμματισμένο σχέδιο, σύμφωνα με τις διαταγές, ήταν να ποντιστούν 325 νάρκες εκ των οποίων οι 155 ήταν τύπου Vickers και οι 170 τύπου «Μ». Το γράμμα «Μ» ήταν ο κωδικός για τις ελληνικές νάρκες Μωραΐτη. Το ναρκοπέδιο θα ξεκινούσε έχοντας σαν δυτικό όριο έναν σημαντήρα, ποντισμένο σε απόσταση 550 μέτρων από το ακρωτήριο Τούρλος, και θα κατέληγε, ακολουθώντας ευθεία γραμμή, σε απόσταση 200 μέτρων, σαν ανατολικό όριο, από την νήσο Φλέβες.

Η πόντιση πραγματοποιήθηκε από τα προαναφερόμενα πλοία χωρισμένα σε δυο ομάδες. Η μια ομάδα κινήθηκε από τις Φλέβες προς της Αίγινα, με πορεία 270 μοίρες, και η άλλη ομάδα από την Αίγινα προς τις Φλέβες, ακολουθώντας πορεία 90 μοίρες. Η έναρξη της πόντισης ναρκών όμως, της ομάδας που κατευθύνθηκε από την Αίγινα προς τις Φλέβες, πραγματοποιήθηκε 350 μέτρα ανατολικότερα από τον σημαντήρα που είχε τοποθετηθεί στον Τούρλο. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τον ρυθμό πόντισης και την μέση ταχύτητα των ναρκοβόλων, οδήγησε στην ελλιπή τοποθέτηση ναρκών με αποτέλεσμα να περισσέψουν 100 νάρκες και να υπάρχουν πολλά σημαντικά κενά στο ναρκοπέδιο. Αν και το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού διέταξε την κάλυψη των κενών αυτών, η οποία πραγματοποιήθηκε 15 ημέρες αργότερα, η πόντιση δεν απέδωσε καθώς από τις 100 νάρκες που είχαν προγραμματισθεί να τοποθετηθούν για την κάλυψη των κενών, ποντίστηκαν τελικά μόνο 14. Σαν αιτία θεωρήθηκε η επικινδυνότητα του εγχειρήματος, γεγονός το οποίο αποδείχθηκε αργότερα περίτρανα όταν τα μεσάνυχτα (ώρα 00.30) της 29ης Μαρτίου 1941 το ναυαγοσωστικό πλοίο του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού ΜΙΜΗΣ (πρώην JANE JOLLIFFE), με κυβερνήτη τον Ηλία Δεγιάννη, βυθίστηκε με 23 απώλειες μετά από πρόσκρουση σε νάρκη του ναρκοπεδίου Τούρλου-Φλεβών.

Τα προαναφερόμενα ναρκοπέδια παρέμειναν ως είχαν καθ΄ όλη την διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου. Μετά την γερμανική επίθεση στην Ελλάδα, τις μάχες των οχυρών, την κατάρρευση του μετώπου, και την κατάληψη της Αθήνας, τον Απρίλιο του 1941, από τον γερμανικό στρατό κατοχής, τα προϋπάρχοντα ελληνικά ναρκοπέδια ενσωματώθηκαν στα αμυντικά σχέδια των δυνάμεων του Άξονα. Έτσι τα ναρκοπέδια Τούρλου-Φλεβών και Μεθάνων-Μονής, ενσωματώθηκαν στο αμυντικό σχέδιο προστασίας της Αττικής και αναφέρονται στους γερμανικούς στρατιωτικούς χάρτες και τα πολεμικά ημερολόγια του ναυτικού, με τον όρο «εχθρικά ναρκοπέδια» ή «παλιά ναρκοπέδια». Εκτός από το ναρκοπέδιο Τούρλου-Φλεβών, ενσωματώθηκαν στην γερμανική άμυνα και οι παλιές ελληνικές ναυτικές βάσεις του Τούρλου Αιγίνης και της νήσου Φλεβών, στις οποίες εγκαταστάθηκε η Παράκτια Πυροβολαρχία 603 του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες της πυροβολαρχίας αυτής, συγκαταλεγόταν αφενός η επιτήρηση του ναρκοπεδίου και αφετέρου ο έλεγχος των πλοίων που περνώντας την δίοδο του Τούρλου και των Φλεβών, κατευθύνονταν στο λιμάνι του Πειραιά. Από την πλευρά του Τούρλου υπήρχε αρχικά φωτεινός σηματοδότης που καθόριζε το πέρασμα και βοηθούσε την ναυσιπλοΐα.

Απ΄ ότι φαίνεται - σύμφωνα με τις καταχωρήσεις του πολεμικού ημερολογίου της Αμυντικής Ναυτικής Διοίκησης Αττικής, διοικητής της οποίας ήταν το διάστημα αυτό ο αντιπλοίαρχος Richard Leffler - ο στρατός κατοχής είχε συνεχώς προβλήματα με το ναρκοπέδιο Τούρλου-Φλεβών, καθώς η αποκοπή ναρκών και ο με το γεγονός αυτό σχετιζόμενος ναυτιλιακός κίνδυνος ήταν σχεδόν καθημερινός. Έτσι από τον Οκτώβρη μέχρι και τον Νοέμβρη του 1941, πραγματοποιήθηκε διαπλάτυνση της διόδου του ναρκοπεδίου με αποτέλεσμα να αυξηθεί σε ενάμισι ναυτικό μίλι. Τα προβλήματα όμως δεν σταμάτησαν εκεί, οι νάρκες του παλιού ελληνικού ναρκοπεδίου συνέχισαν να ξεβράζονται σε ακτές ή να αποκόβονται από τα αγκυροβόλια τους και να επιπλέουν αποτελώντας κίνδυνο όχι μόνο για τα γερμανικά ή τα ιταλικά πολεμικά και τα επιταγμένα πλοία, αλλά και για τα ελληνικά πετρελαιοκίνητα. Στις 12.1.1942, για παράδειγμα, εξουδετερώθηκαν δυο επιπλέοντες νάρκες. Στις 16.1.1942 ανατινάχθηκε μια νάρκη, από το προαναφερόμενο ναρκοπέδιο, στα Λεμονάδικα, στον Πειραιά. Στις 18.1.1942 ένα ελληνικό πετρελαιοκίνητο συγκρούσθηκε με επιπλέουσα νάρκη κοντά στον Τούρλο και βυθίστηκε με θύματα. Οι αναφορές είναι πολλές. Θα πρέπει να αναφερθεί και να τονισθεί στο σημείο αυτό επίσης, ότι στην συγκεκριμένη περιοχή, κατά το διάστημα της βύθισης του U-133, υπήρχαν μόνο τα παλιά ελληνικά ναρκοπέδια του Τούρλου-Φλεβών και Μεθάνων-Μονής. Ο γερμανικός στρατός κατοχής άρχισε να τοποθετεί δικά του ναρκοπέδια από τον Δεκέμβρη του 1942 και μετά, καθώς το 1941 τα θαλάσσια μέσα που είχε στην διάθεσή του στο Αιγαίο ήταν ελάχιστα. Αν και ορισμένα σημαντικά ναρκοπέδια, ανάμεσα στο Σούνιο και την ακατοίκητη νήσο Σαν Τζώρτζης, είχαν τοποθετηθεί από το ναρκοβόλο του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού BARLETTA, σε συνεργασία με την Kriegsmarine, στην θαλάσσια περιοχή Τούρλου-Φλεβών και Μεθάνων-Μονής, τα μόνα ναρκοπέδια που υπήρχαν ήταν τα ναρκοπέδια που είχαν τοποθετηθεί τον Οκτώβρη του 1940 από ελληνικά αντιτορπιλικά.

Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί επίσης ότι σύμφωνα με την γερμανική Αμυντική Ναυτική Διοίκηση Αττικής, δώδεκα ημέρες πριν την βύθιση του υποβρυχίου, την 2.3.1942, ο φανός σηματοδότησης της διόδου του ναρκοπεδίου στον Τούρλο αποκόπηκε, μετά από πρόσκρουση επάνω του ενός φορτηγού πλοίου το οποίο και τον παρέσυρε. Στις 8.3.1942, έξι ημέρες πριν το ατύχημα του U-133, ο φανός αντικαταστάθηκε με μια απλή τσαμαδούρα επιφανείας. Από την καταχώρηση αυτή και μετά, δεν υπάρχει καμία αναφορά πλέον για το θέμα αντικατάστασης της τσαμαδούρας με φανό σηματοδότησης στην δίοδο του Τούρλου. Αν υπολογίσει κανείς ότι την ημέρα της βύθισης του υποβρυχίου, Σάββατο 14.3.1942, το ηλιοβασίλεμα άρχιζε στις 18:20 και το φεγγάρι βρισκόταν σε φάση δυο ημερών από την νέα σελήνη, πιθανώς να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι την ώρα της βύθισης του U-133, εφτά το απόγευμα, η τσαμαδούρα επιφανείας, η οποία οριοθετούσε την δίοδο του ναρκοπεδίου, ίσως δεν ήταν πλέον ορατή και διακριτή από το πλήρωμα του U-133.

Σύμφωνα με τις σύντομες καταγραφές του πολεμικού ημερολογίου της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603 του Τούρλου Αιγίνης, του οποίου οι ναύτες που είχαν σκοπιά υπήρξαν και οι μόνοι αυτόπτες μάρτυρες, το γεγονός της βύθισης του U-133 συνέβη χρονολογικά ως εξής:

18:10 Ένα υποβρύχιο έρχεται από την πλευρά του Πειραιά με πορεία νότια (Σήμα απόπλου υποβρυχίου δεν ελήφθη από την Ναυτική Βάση Αιγίνης).
18:55 Η σκοπιά Τούρλος Ι πληροφορεί για ένα σκάφος με πορεία νότια. Το σκάφος ταυτοποιείται σαν υποβρύχιο.
18:57 Από το σκάφος τινάζεται ένας άσπρος πίδακας με έκλαμψη και αμέσως μετά ακούγεται μια κούφια έκρηξη. Το υποβρύχιο είχε εξαφανιστεί.
19:02 Μήνυμα προς τον ναυτικό διοικητή: «Ένα υποβρύχιο ερχόμενο από την πλευρά του Πειραιά πιθανώς συγκρούστηκε με νάρκη και βυθίστηκε».
19:10 Στο κάλεσμα της Ναυτικής Βάσης Αιγίνης δηλώνουν παρών οι ακταιωροί 12
V 9 και 12 V 10. Και τα δυο πλοία οδηγούνται με την χρήση των προβολέων στο σημείο του ναυαγίου.
20:15 Το 12
V 9 ακολουθεί πορεία προς τα βόρεια. Μήνυμα της Ναυτικής Βάσης Αιγίνης: «Παραμείνετε! Σύμφωνα με διαταγή του ναυτικού διοικητή διατάσσεστε να συμμετάσχετε στην έρευνα». Το 12 V 9 δείχνει σήμα: «Κατάλαβα».
20:30 Το 12
V 9 δεν εκπέμπει πλέον σήμα, κατά πάσα πιθανότητα κατευθύνθηκε προς τις Φλέβες.
20:50 Το 12
V 10 διατάσετε να τοποθετήσει τσαμαδούρα στο σημείο του ατυχήματος και στέλνει μήνυμα: «Τσαμαδούρα μη διαθέσιμη».
21:15 Μια ιταλική τορπιλάκατος καταφθάνει και ερευνά κάτω από το φως των προβολέων το σημείο του ατυχήματος.
21:45 Καταφθάνουν τα από τον ναυτικό διοικητή ανακοινωθέντα ρυμουλκά τα οποία συμμετέχουν στην έρευνα (Δεν βρέθηκαν ούτε κομμάτια του ναυαγίου, αλλά ούτε άλλα στοιχεία).


Το πολεμικό ημερολόγιο της Ναυτικής Διοίκησης Αττικής, στην καταχώρηση της 14ης και 15ης Μαρτίου 1942, περιγράφει το ίδιο γεγονός ως εξής:

Η Παράκτια Πυροβολαρχία 603 πληροφορεί ότι στις 19:02 ένα υποβρύχιο στο ακρωτήριο Τούρλος προσέκρουσε σε νάρκη και βυθίστηκε. Επειδή στις 18:00 υπήρξε απόπλους δικού μας υποβρυχίου, θεωρείται ότι το βυθισθέν υποβρύχιο είναι δικό μας. Ειδοποιήθηκε το Ναυαρχείο Αιγαίου, ο 23ος Στολίσκος Υποβρυχίων και η μονάδα Θαλάσσιου Κινδύνου. Ο διοικητής λιμένος στέλνει στις 19:30 δυο ρυμουλκά υπό την διοίκηση του υποπλοίαρχου Schweyer. Αν και ο 12ος Παράκτιος Αμυντικός Στολίσκος Αττικής δεν διαθέτει κανένα πλοίο ελεύθερο, θεωρούμε ότι τα πλοία 12 V 9 και 12 V 10 βρίσκονται κοντά στο σημείο του ατυχήματος. Πραγματικά υπήρξε εφικτό, μετά από μήνυμα της Ναυτικής Βάσης Αιγίνης, να κατευθυνθούν εκεί και να παραμείνουν στο σημείο του ατυχήματος μέχρι της 23:00. [...] Το σημείο του ατυχήματος φωτίζεται από τους προβολείς της μονάδας του πυροβολικού. Οι εργασίες και η ναυσιπλοΐα ήταν δύσκολες στην περιοχή λόγω άσχημης ορατότητας και λόγω των φωτοβολίδων που πυροδοτήθηκαν μετά από αεροπορική επιδρομή. Η ειδοποίηση προς τις ακταιωρούς να παραμείνουν στη θέση του ατυχήματος με ένα πλοίο, ενώ το δεύτερο πλοίο θα φρόντιζε για τα καύσιμα, δεν ελήφθη. Μετά από αναποτελεσματική έρευνα στον τόπο του ναυαγίου, οι ακταιωροί και το εναπομείναν ρυμουλκό ξεκίνησαν για να καταπλεύσουν στον Πειραιά. Επειδή οι πληροφορίες της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603, σε σχέση με τον τόπο του ατυχήματος, κυμαίνονται ανάμεσα σε 800 με 2000 μέτρα απόσταση από την στεριά, και επειδή η αιτία της έκρηξης που οδήγησε στην βύθιση του υποβρυχίου δεν έχει διερευνηθεί, και επιπλέον επειδή θεωρείται πιθανή η ύπαρξη εχθρικών ναρκών, διατάχθηκε έρευνα για νάρκες στην περιοχή του Τούρλου με το ξημέρωμα της 15.3.42. Μετά από το μήνυμα της Αίγινας, ότι οι ακταιωροί και το ρυμουλκό αποχώρησαν από το σημείο του ατυχήματος, διατάχθηκε άμεσος απόπλους μιας ακταιωρού και ενός ρυμουλκού. Γύρω στις 24:00 μήνυμα από τη ναυτική διοίκηση Πειραιά ότι το 12 V 10 βρίσκεται στην εξωτερική άκρη του ναρκοπεδίου και δηλώνει την θέση του εκτοξεύοντας κόκκινα αστέρια (φωτοβολίδες). Για την αποφυγή επιπλέον ατυχημάτων ο ναυτικός διοικητής επιθυμεί η αποστολή της ακταιωρού και του ρυμουλκού να πραγματοποιηθεί μόλις ξημερώσει. Η επιθυμία όμως του Ναυαρχείου Αιγαίου είναι αυτά να αποσταλούν αμέσως. Πραγματικά, αν και το 12 V 10 κατέπλευσε χωρίς την άδεια της ναυτικής βάσης και χωρίς να προκύψει κάτι ενδιάμεσο, διατάχθηκε στις 01:00 της 15.3. να αποπλεύσει και πάλι για τον τόπο του ατυχήματος. Το ρυμουλκό θα σταλεί εκεί μόλις ξημερώσει, καθώς το ρυμουλκό με τον υποπλοίαρχο Schweyer δεν επέστρεψε και κατά τα φαινόμενα βρίσκεται ακόμα στον τόπο του ατυχήματος. Οι υπόλοιπες σωστικές προσπάθειες θα διευθετηθούν από το Ναυαρχείο Αιγαίου και από τον 23ο Στολίσκο Υποβρυχίων».


Αυτά είναι τα επίσημα, πρωτεύοντα και ουσιαστικά στοιχεία της βύθισης, τα οποία εν μέρει συναντιούνται και σε καταχωρήσεις άλλων μονάδων. Το γεγονός της βύθισης του U-133 εκτιμήθηκε σαν λάθος ναυτιλιακού χειρισμού και χρεώθηκε πρωτίστως στην απειρία του κυβερνήτη ανθυποπλοίαρχου Eberhard Mohr, ο οποίος αμέσως μετά τον θάνατό του έλαβε τιμητική προαγωγή σε υποπλοίαρχο. Αν και υπάρχουν πολλές θεωρίες για τα αίτια βύθισης του υποβρυχίου, εμπεριέχουν όλες σοβαρές ανακρίβειες ή στοιχεία τα οποία αντιβαίνουν στα γεγονότα και στα ιστορικά τεκμήρια. Οι πιο σοβαρές από αυτές προσεγγίζουν το γεγονός της βύθισης μέσα από τα ιστορικά στρατιωτικά ντοκουμέντα, χωρίς όμως να καταφέρουν ποτέ να αρθρώσουν μια εμπεριστατωμένη και με στοιχεία τεκμηριωμένη θέση. Ίσως τελικά δεν μάθουμε ποτέ τους ακριβείς λόγους που οδήγησαν στο ναυτιλιακό σφάλμα και την με αυτό συνδεόμενη βύθιση του U-133, καθώς δεν υπάρχει καμία άλλη μαρτυρία πέρα από μια σύντομη αναφορά των μόνων αυτόπτων μαρτύρων, των ναυτών της Σκοπιάς Ι της Παράκτιας Πυροβολαρχίας 603 του Τούρλου Αιγίνης.


Η γερμανική έρευνα μετά το ατύχημα



01. Ο κώδωνας του ρυμουλκού ΤΙΤΑΝ έχει κατέβει στο νερό και η κατάδυση στο U-133 έχει αρχίσει. Στην φωτογραφία διακρίνονται ο επόπτης κατάδυσης, ο οποίος επικοινωνεί τηλεφωνικά με τον δύτη, μέλη του πληρώματος του ιταλικού ρυμουλκού και γερμανοί ναύτες της Kriegsmarine, οι οποίοι επικουρούν τα δρώμενα.

02. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχε ο δύτης και τα οποία καταχωρήθηκαν γραπτώς και με συνοδευτικό σχέδιο στο πολεμικό ημερολόγιο του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, από τον διοικητή των ναρκαλιευτικών Albert Oesterlin, το ναυάγιο δεν ήταν δυνατόν να επισκευασθεί λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής του.

03. Ολόκληρη η ξύλινη επένδυση της κουβέρτας του υποβρυχίου έχει λειώσει. Ανάμεσα από τα κενά που έχουν δημιουργηθεί είναι ορατό, καθ΄ όλο σχεδόν το μήκος του ναυαγίου, το κύτος πίεσης και οι διάφοροι μηχανισμοί λειτουργίας οι οποίοι δεν είναι πλέον ευδιάκριτοι, λόγω της δυσμορφίας που προέκυψε από την οξείδωση και την κάλυψή τους από θαλάσσιους οργανισμούς.

04. Ο πύργος του U-133. Διακρίνεται καθαρά η με βένθος έντονα καλυμμένη βάση του UZO (U-Boot-Zielobjektiv).


Αμέσως μετά την βύθιση του υποβρυχίου U-133, πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από ενέργειες, οι οποίες είχαν σκοπό να εντοπιστεί κατ΄ αρχάς το ναυάγιο, να διαπιστωθεί αν υπήρξαν επιζώντες, να εξακριβωθεί η αιτία βύθισής του και να εκτιμηθεί το μέγεθος της ζημιάς. Τις έρευνες για την εντόπιση του ναυαγίου και για τα αίτια της βύθισης τα ανέλαβε ο διοικητής των ναρκαλιευτικών του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής υποπλοίαρχος Albert Oesterlin, σε συνεργασία με τον διοικητή της Ναυτικής Άμυνας Αττικής αντιπλοίαρχο Richard Leffler, και τον διοικητή του 23ου Στολίσκου Υποβρυχίων υποπλοίαρχο Fritz Frauenheim. Όπως αναφέρεται στις καταχωρήσεις του ημερολογίου της μονάδας του Oesterlin, αμέσως μετά την βύθιση του U-133:

Τα ναρκαλιευτικά 12 M 2, 12 M 6 και 12 M 7 απέπλευσαν από τον Πειραιά έχοντας για αποστολή την εύρεση του ναυαγίου και την διεύρυνση της διόδου, στο ναρκοπέδιο του Τούρλου, κατά 1,5 ναυτικό μίλι. Κατά το ξεκίνημα των εργασιών εντοπίστηκαν πολλές διασκορπισμένες κηλίδες πετρελαίου. Κατά το μεσημέρι, όταν ξεκίνησε το από τον νότο ερχόμενο υποβρύχιο ρεύμα, εντοπίστηκε σε περίπου 3.000 μέτρα από την ακτή, στο ναρκοπέδιο, μια έντονη συνεχής έκλυση πετρελαίου. Μια μεγάλη κηλίδα πετρελαίου δημιουργήθηκε μεταφερόμενη από το ρεύμα προς τα βόρεια (άνεμος ανατολικός 4-5). Το βάθος, στο σημείο όπου κατά πάσα πιθανότητα βρίσκεται το ναυάγιο, είναι 80 μέτρα. Η εκλυόμενη κηλίδα του πετρελαίου παρέμεινε μέχρι και την έλευση της νύχτας. Για την ένδειξη της ακριβής τοποθέτησης του ναρκοπεδίου ποντίστηκαν με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, πραγματοποιώντας παράλληλα κύκλους προς τα ανατολικά και τα δυτικά και σε απόσταση 6.000 μέτρα ανατολικά από το ακρωτήριο Τούρλος, τσαμαδούρες με αγκυροβόλια στα σημεία των ναρκών. Κατά την διάρκεια της εργασίας αυτής περάσαμε πάνω από πολλές νάρκες οι οποίες με το ανοιχτό γκρίζο χρώμα τους είναι έντονα ορατές. (Βρίσκονται ποντισμένες σε βάθος 3-4 μέτρα κάτω από την επιφάνεια). Αμέσως μετά τοποθετήθηκαν δηκτικές τσαμαδούρες που σημάδευαν τις ελεύθερες διόδους για την συνέχιση της ναρκαλιείας. (Απόσταση από την άκρα Τούρλος 2.400 μέτρα).

Στις 16.3.1942 και μετά από τις πληροφορίες των γερμανικών μονάδων για το χρονικό της βύθισης, ο διοικητής της γερμανικής Ναυτικής Διοίκησης Νότου, με έδρα της την Σόφια της Βουλγαρίας, ναύαρχος Karlgeorg Schuster, καταχώρησε στο πολεμικό ημερολόγιο της διοίκησης ότι:

Σε σχέση με την αναφορά από τον 23ο Στολίσκο Υποβρυχίων προς την Διοίκηση Υποβρυχίων Μεσογείου, σχετιζόμενη με την βύθιση του U-133 στο ναρκοπέδιο της Αίγινας, στις 14.3.42 ώρα 19:00, το Ναυαρχείο Αιγαίου δήλωσε ότι μέχρι στιγμής δεν βρέθηκαν ούτε επιζώντες, ούτε αντικείμενα του ναυαγίου. Το σημείο βύθισης, στο οποίο εκλύεται συνεχώς πετρέλαιο, βρίσκεται περίπου 4.000 μέτρα ανατολικά της άκρας Τούρλος, μέσα στο ναρκοπέδιο. Την επιθυμητή ανέλκυση του βυθισμένου υποβρυχίου, το οποίο βρίσκεται σε βάθος περίπου 90 μέτρων, θεωρώ εγώ – ειδικά λόγω της έλλειψης των μέσων και λόγω άλλων υψηλής προτεραιότητας εργασιών – χωρίς νόημα και διατάσσω το τέλος των εργασιών μέχρι την λήψη τελικής απόφασης από την Ανώτατη Διοίκηση Ναυτικού, για το αν είναι σημαντικό να ανελκυθεί ή όχι.

Στην συνέχεια, όπως αναφέρεται στο πολεμικό ημερολόγιο του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, στις 17.3.1942:

Το ναυάγιο, λόγω της συνεχούς και έντονης έκλυσης πετρελαίου, εντοπίστηκε πολλαπλά και σημαδεύτηκε με δυο τσαμαδούρες, (ακριβώς πάνω από το ναυάγιο εντοπίστηκε μια νάρκη). Η πυροβολαρχία του Τούρλου μέτρησε με μηχάνημα την απόσταση των τσαμαδούρων από την στεριά, απόσταση τσαμαδούρας 2.200 μέτρα, απόσταση ναυαγίου 2.700 μέτρα. Στις 15:15 κατέφθασε ο αντιπλοίαρχος Weiher και ο υποπλοίαρχος Frauenheim, μαζί με δυο ιταλούς αντιπλοιάρχους, για επιθεώρηση στο σημείο του ναυαγίου. Σύμφωνα και με την δική τους γνώμη η συνεχής έκλυση πετρελαίου σημαδεύει το σημείο όπου βρίσκεται το ναυάγιο του υποβρυχίου. Πραγματοποιήθηκαν στην συνέχεια επισκέψεις και συζητήσεις με σκοπό την τοποθέτηση φανού στο σημείο του ναυαγίου, σε συνδυασμό με την επιπλέον τοποθέτηση φανού κάθετα στο ναυάγιο και βορειότερα από αυτό. Ο σκοπός είναι, με τον τρόπο αυτό, να επιτραπεί ο ασφαλής παράπλους της άκρας Τούρλος, σε μια απόσταση 500 – 100 μέτρων, κατά την διάρκεια της νύχτας.

Στις 18.3.1942 το ναυάγιο εντοπίστηκε ακόμα πιο καθαρά από την έκλυση όχι μόνο πετρελαίου, αλλά και φυσαλίδων. Το γεγονός αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την διόρθωση της τοποθέτησης των τσαμαδούρων και την συνέχιση της διεύρυνσης της διόδου του ναρκοπεδίου του Τούρλου, μετά την αφαίρεση ναρκών. Στις 19.3.1942 διαβάζουμε ότι:


Το σημείο του ναυαγίου σημαδεύτηκε με μια κόκκινη τσαμαδούρα ακριβώς πάνω από το ναυάγιο και με δυο ακόμη τσαμαδούρες τοποθετημένες εκατέρωθεν σε απόσταση 50 μέτρων ανατολικά και δυτικά του ναυαγίου.

Στις 23.3.1942 η καταχώρηση στο πολεμικό ημερολόγιο του Ναυαρχείου Αιγαίου αναφέρει ότι:

Η θέση του υποβρυχίου U-133 έχει τώρα καθαρά εντοπισθεί και σημαδευτεί με πλωτήρες επιφανείας, μετά από την παρατήρηση έκλυσης φυσαλίδων και πετρελαίου, καθώς και με την σάρωση του βυθού με ηλεκτρική συσκευή λειτουργούσα σύμφωνα με την αρχή της μαγνητικής νάρκης. Το υποβρύχιο βρίσκεται βυθισμένο στο οικείο ναρκοπέδιο σε βάθος 78 μέτρων και σε απόσταση 2.700 μέτρων από την ακτή. Η αλιεία ναρκών, στην περιοχή του ατυχήματος, έχει αποπερατωθεί έτσι ώστε με καλές καιρικές συνθήκες μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο καταδυτικός κώδωνας. Οι απαιτούμενες προεργασίες βρίσκονται εν εξελίξει.

Μετά την λήψη, τις προηγούμενες ημέρες, των ημερολογιακών καταχωρήσεων των μονάδων που ασχολήθηκαν με το ατύχημα και την βύθιση του U-133 και ειδικά μετά την αναφορά του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, ότι το υποβρύχιο βρίσκεται σε βάθος 80 περίπου μέτρων, η Ανώτατη Διοίκηση Ναυτικού, με έδρα της το Βερολίνο, αποφάσισε μια περαιτέρω εκτίμηση με σκοπό να διαπιστώσει αν το ναυάγιο του υποβρυχίου ήταν επισκευάσιμο ή όχι. Η σημαντικότητα του υποβρύχιου όπλου και η γενικότερη μεγάλη ανάγκη σε υποβρύχια στην Μεσόγειο, οδήγησε την γερμανική διοίκηση σε αυτήν την απόφαση καθώς η εκτίμηση για την κατάσταση του U-133 θα έδειχνε αν αυτό ήταν σε κατάσταση να επισκευασθεί για να ενταχθεί και πάλι στον 23ο Στολίσκο Υποβρυχίων. Καθώς το γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό δεν διέθετε την περίοδο αυτή την απαιτούμενη υποδομή στο Αιγαίο, για την πραγματοποίηση τέτοιων επιχειρήσεων, o διοικητής του γερμανικού Ναυαρχείου Αιγαίου, ναύαρχος Erich Förste, ζήτησε από τον διοικητή του Επιτελείου των ιταλικών Ναυτικών Δυνάμεων (Supermarina) στην Ελλάδα, αντιναύαρχο Arturo Catalano Gonzaga di Cirella, υλική και τεχνική υποστήριξη η οποία και του δόθηκε.

Οι προετοιμασίες και η έρευνα πραγματοποιήθηκαν από τον 12ο Παράκτιο Αμυντικό Στολίσκο Αττικής, με τα ναρκαλιευτικά 12 Μ 2 και 12 Μ 5, σε συνεργασία με το ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό, την Regia Marina Italiana. Η Regia Marina έθεσε στην διάθεση του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού το με καταδυτικό κώδωνα και δύτες επανδρωμένο και σαν ναυαγιαιρετικό εξοπλισμένο ρυμουλκό ΤΙΤΑΝ, το οποίο ήλθε ειδικά από την Κεφαλονιά για να συμμετάσχει στην επιχείρηση. Οι καταδύσεις - στις οποίες συμμετείχε εκτός του ιταλού δύτη ανθυποπλοίαρχου Enzo Biagi και ο γερμανός πολεμικός ανταποκριτής Werner Hartmann - πραγματοποιήθηκαν με κώδωνα στις 4 Απριλίου του 1942. Μετά τα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία αποτυπώθηκαν και τεκμηριώθηκαν επακριβώς από τον Albert Oesterlin, η Ανώτατη Διοίκηση Ναυτικού σταμάτησε κάθε σκέψη ανέλκυσης του U-133 και θεώρησε το υποβρύχιο ως ολική τεκμαρτή απώλεια. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχαν οι δύτες και τα οποία καταχωρήθηκαν γραπτώς και με συνοδευτικό σχέδιο στο πολεμικό ημερολόγιο του 12ου Παράκτιου Αμυντικού Στολίσκου Αττικής, το ναυάγιο δεν ήταν δυνατόν να επισκευασθεί λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής του. Από το σημείο αυτό και έπειτα δεν υπάρχει καμία αναφορά πλέον για το U-133 μέχρι και την ανακάλυψη του από τους επαγγελματίες δύτες Στάθη Μπαραμάτη και Θεόφιλο Κλήμη το 1986.
Απάντηση με παράθεση